- λιχνιστής
- ο [λιχνίζω]αυτός που ασχολείται με το λίχνισμα, ο εργάτης τού λιχνίσματος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λιχνιστής — ο ο γεωργός που λιχνίζει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανεμιστής — ο 1. αυτός που ανεμίζει το σιτάρι, ο λιχνιστής 2. όποιος εξανεμίζει την περιουσία του, ο σπάταλος 3. στρογγυλή τρύπα σε πόρτα ή παράθυρο με ακτινωτό δίσκο που περιστρέφεται από τον άνεμο για εξαερισμό … Dictionary of Greek
λικμήτωρ — λικμήτωρ, ορος, ὁ (ΑM) [λικμώ] 1. λικμητής, λιχνιστής 2. μτφ. εξολοθρευτής («λικμήτωρ ἀσεβῶν βασιλεὐς σοφός», ΠΔ) … Dictionary of Greek
λικμητήρας — ο, θηλ. λικμήτειρα (Α λικμητήρ, ῆρος) [λικμώ] αυτός που λιχνίζει τον σίτο, λιχνιστής («πνοιῇ ὕπο λιγηρῇ καὶ λικμητῆρος ἐρωῇ», Ομ. Ιλ.) νεοελλ. το θηλ. η λικμήτερα λιχνιστική μηχανή … Dictionary of Greek
λικμητής — ο (Α λικμητής) [λικμώ] αυτός που λιχνίζει τον σίτο, λιχνιστής … Dictionary of Greek
λικμών — λικμών, ῶνος, ὁ (Α) [λικμώ] λικμητής, λιχνιστής … Dictionary of Greek
λιχνιστικός — ή, ό [λιχνιστής] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο λίχνισμα ή ο κατάλληλος για το λίχνισμα («λιχνιστική μηχανή») … Dictionary of Greek
πρωτολιχνιστής — ο, Ν ο επικεφαλής τών λιχνιστών, τών εργαζομένων που αποχωρίζουν με τη χρήση ειδικής μηχανής το άχυρο από το σιτάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + λιχνιστής (< λιχνίζω)] … Dictionary of Greek